- χιλιαρχικος
- χιλιαρχικόςχῑλι-αρχικός3принадлежащий хилиарху
(ἡγεμονία Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡγεμονία Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χιλιαρχικός — ή, όν, Α [χιλιάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χιλίαρχο … Dictionary of Greek
χιλιαρχικῆς — χιλιαρχικός of a tribunus militum fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)